- συνηθίζω
- ΝΜAκάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτινεοελλ.1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα»)2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο»)3. αποκτώ ορισμένη συνήθεια («συνήθισα πια το τσιγάρο»)4. ενεργώ έτσι ώστε να εξοικειωθεί κάποιος με μια ορισμένη κατάσταση ή εθίζω κάποιον σε κάτι («συνήθισαν το παιδί τους να κοιμάται νωρίς το βράδυ»)5. (ως τριτοπρόσ.) συνηθίζεται ή και συνηθίζονταιέτσι γίνεται συνήθως, είθισται ή και έτσι γίνεται αυτήν την εποχή, είναι τής μόδας (α. «δεν συνηθίζεται αυτό στην οικογένειά μας» β. «φέτος συνηθίζονται οι μακριές φούστες»)6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηθισμένος, -η, -οα) (για πρόσ.) i) αυτός που έχει αποκτήσει μια ορισμένη συνήθεια, ο εθισμένος σε κάτι ή ο εξοικειωμένος με μια κατάσταση («είμαι συνηθισμένος στο ξενύχτι και δεν κουράζομαι»)ii) (με αρνητική σημ.) αυτός που δεν έχει ή δεν παρουσιάζει τίποτα το εξαιρετικό ή το ξεχωριστό («συνηθισμένος ηθοποιός»)β) (για πράγμ., γεγονότα ή καταστάσεις) i) αυτός που συμβαίνει συνήθως ή και κατά κανόνα (α. «συνηθισμένη αντίδραση» β. «συνηθισμένο κόλπο»)ii) (με αρνητική σημ.) ο τετριμμένος («συνηθισμένη ταινία»)7. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα συνηθισμένα(ενν. του, της) το σύνολο τών συνηθειών ή τών τρόπων κάποιου, τα φερσίματα του8. φρ. «συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια» — λέγεται σχετικά με κάποιον που έχει συνηθίσει στις δύσκολες καταστάσεις και τίς αντιμετωπίζει με ψυχραιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνήθης. Η άποψη ότι πρόκειται για άλλο τ. τού συνεθίζω δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.